πεζούλα

πεζούλα
η
βλ. πεζούλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεζούλα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Kαρδίτσας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβδήρων. * * * η το πεζούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • Pezoula — ( el. Πεζούλα) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece. It is located approximately four kilometers from Abdera. In 1991, the settlement contained 151 inhabitants.External links* [http://www.gtp.gr/LocPage.asp?id=11385 Greek Travel… …   Wikipedia

  • GR-41 — Präfektur Karditsa Νομός Καρδίτσας Basisdaten Staat: Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Karditsa (Präfektur) — Präfektur Karditsa Νομός Καρδίτσας Basisdaten (April 2010)[1] Staat …   Deutsch Wikipedia

  • ακουμπίστρα — η [ακουμπίζω] 1. μέρος που μπορεί κανείς να ακουμπήσει 2. πεζούλα ή πέτρα όπου ακουμπά κανείς για λίγο το φορτίο του …   Dictionary of Greek

  • ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… …   Dictionary of Greek

  • αναβόλα — η [αναβολή] 1. χαμηλός τοίχος σε κατηφορικό έδαφος για να συγκρατεί τα χώματα, αντιστήριγμα, πεζούλα 2. ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού …   Dictionary of Greek

  • περιχύτρισμα — τὸ, Α η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χυτρίζω] …   Dictionary of Greek

  • Νεβρόπολης Αγράφων, δήμος — Νέος δήμος (3.601 κάτ.) του νομού Καρδίτσης που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρβασαρά, Καρίτσης Δολόπων, Κρυονερίου, Μπελοκομίτης, Νεοχωρίου, Πεζούλας και Φυλακτής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του …   Dictionary of Greek

  • πεζούλι — πεζούλι, το και πεζούλα, η 1. τοιχίο μπροστά στο σπίτι ή στο νάρθηκα ναού που χρησιμεύει για κάθισμα ή για το κατέβασμα του ιππέα από το ζώο. 2. τοίχος για τη συγκράτηση του χώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”